διαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> c. inf. [[forzar]], [[obligar a]] τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.<i>Pr</i>.959<sup>a</sup>36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν [[ἄλλοσε]] Pl.<i>Lg</i>.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.<i>Phlb</i>.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.<i>Lg</i>.670b.<br /><b class="num">2</b> c. ac., medic. [[forzar]], [[realizar una acción forzando]] τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι [[δεῖ]] ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión</i> Hp.<i>Mochl</i>.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos</i> Hp.<i>Vict</i>.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja</i> Hp.<i>Fist</i>.4.
|dgtxt=<b class="num">1</b> c. inf. [[forzar]], [[obligar a]] τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.<i>Pr</i>.959<sup>a</sup>36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν [[ἄλλοσε]] Pl.<i>Lg</i>.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.<i>Phlb</i>.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.<i>Lg</i>.670b.<br /><b class="num">2</b> c. ac., medic. [[forzar]], [[realizar una acción forzando]] τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι [[δεῖ]] ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión</i> Hp.<i>Mochl</i>.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos</i> Hp.<i>Vict</i>.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja</i> Hp.<i>Fist</i>.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαναγκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[εφαρμόζω]] βία, [[εξαναγκάζω]]<br /><b>2.</b> (για εξαρθρωμένα [[μέλη]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] τους, [[ενεργώ]] [[ανάταξη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>διαναγκάζομαι</i><br />διαστέλλομαι.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰναγκάζω Medium diacritics: διαναγκάζω Low diacritics: διαναγκάζω Capitals: ΔΙΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: dianankázō Transliteration B: dianankazō Transliteration C: dianagkazo Beta Code: dianagka/zw

English (LSJ)

   A drill, train, Pl.Lg.836a (Pass.); reduce dislocation, Hp.Mochl.38; δ. πόρους force open the pores, Id.Vict.2.64:—Pass., to be dilated, Id.Fist.4.

German (Pape)

[Seite 591] durchzwängen, πόρους, durch die Poren, Hippocr.; – verstärktes simpl.; διηνάγκασται φάναι Plat. Phil. 14 e, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, εἰσάγω διὰ τῆς βίας, ἐπιφέρω βίαν, ἀναγκάζω, Πλάτ. Νόμ. 836Α· ἐπανάγω εἰς τὴν θέσιν του μέλος ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17.

Spanish (DGE)

1 c. inf. forzar, obligar a τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.Pr.959a36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσε Pl.Lg.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.Phlb.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.Lg.670b.
2 c. ac., medic. forzar, realizar una acción forzando τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión Hp.Mochl.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos Hp.Vict.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja Hp.Fist.4.

Greek Monolingual

διαναγκάζω (Α)
1. ασκώ πίεση ή εφαρμόζω βία, εξαναγκάζω
2. (για εξαρθρωμένα μέλη) επαναφέρω στη θέση τους, ενεργώ ανάταξη
3. παθ. διαναγκάζομαι
διαστέλλομαι.