διορισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[separación]] (τὸ [[διάζωμα]]) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.<i>PA</i> 672<sup>b</sup>15.<br /><b class="num">2</b> [[división]] ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.<i>Ti</i>.38c<br /><b class="num">•</b>[[división]], [[lote]] [[ἀμετάθετος]] ... ὁ καθ' ἕκαστα [[διορισμός]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.264.<br /><b class="num">3</b> gram. [[signo gramatical relativo a las pausas y separaciones]] (como el [[ἀπόστροφος]], ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.<br /><b class="num">4</b> ret. [[aforismo]], [[aseveración concreta]] y [[significativa]] Rufin.<i>Fig</i>.42.<br /><b class="num">II</b> en operaciones intelectuales<br /><b class="num">1</b> [[definición]] τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’</i> Arist.<i>SE</i> 168<sup>a</sup>20, cf. <i>APr</i>.33<sup>b</sup>30, Thphr.<i>Ign</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[distinción]], [[diferenciación]] Pl.<i>Plt</i>.282e, ἐπὶ τῶν [[ἔμπροσθεν]] τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.<i>Hex</i>.8.3.<br /><b class="num">3</b> como parte del desarrollo de una proposición lógica [[determinación]] τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.<i>Con</i>.4 praef., cf. Archim.<i>Sph.Cyl</i>.2.4, Procl.<i>in Euc</i>.203.4.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[separación]] (τὸ [[διάζωμα]]) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.<i>PA</i> 672<sup>b</sup>15.<br /><b class="num">2</b> [[división]] ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.<i>Ti</i>.38c<br /><b class="num">•</b>[[división]], [[lote]] [[ἀμετάθετος]] ... ὁ καθ' ἕκαστα [[διορισμός]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.264.<br /><b class="num">3</b> gram. [[signo gramatical relativo a las pausas y separaciones]] (como el [[ἀπόστροφος]], ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.<br /><b class="num">4</b> ret. [[aforismo]], [[aseveración concreta]] y [[significativa]] Rufin.<i>Fig</i>.42.<br /><b class="num">II</b> en operaciones intelectuales<br /><b class="num">1</b> [[definición]] τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’</i> Arist.<i>SE</i> 168<sup>a</sup>20, cf. <i>APr</i>.33<sup>b</sup>30, Thphr.<i>Ign</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[distinción]], [[diferenciación]] Pl.<i>Plt</i>.282e, ἐπὶ τῶν [[ἔμπροσθεν]] τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.<i>Hex</i>.8.3.<br /><b class="num">3</b> como parte del desarrollo de una proposición lógica [[determinación]] τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.<i>Con</i>.4 praef., cf. Archim.<i>Sph.Cyl</i>.2.4, Procl.<i>in Euc</i>.203.4.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διορισμός]]) [[διορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] προσώπου σε [[υπηρεσία]] (συνήθ. [[δημόσια]])<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο γίνεται ο [[διορισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]], [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[διαπίστωση]] για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος<br /><b>4.</b> η [[διατύπωση]] ενός προβλήματος.———————— ο (AM [[δωρισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποίηση]] δωρικών λέξεων ή τύπων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορισμός Medium diacritics: διορισμός Low diacritics: διορισμός Capitals: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diorismós Transliteration B: diorismos Transliteration C: diorismos Beta Code: diorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division, distinction, Pl.Ti.38c, Arist.EN1134b33, Porph.Abst.3.20.    II logical distinction, Pl.Plt.282c; definition, Arist.SE168a23, al.    III Math., particular enunciation of a problem, Procl. in Euc.p.203 F.    2 statement of limits of possibility of a problem, Apollon.Perg.Con.Praef., Archim.Sph.Cyl.2.4, Phld.Acad.Ind.p.17 M.

Greek (Liddell-Scott)

διορισμός: ὁ, διαίρεσις, διάκρισις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε, Τιμ. 38C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4. ΙΙ. λογική διάκρισις, ὁρισμός, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 6, 1 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 division, distinction;
2 définition.
Étymologie: διορίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I concr.
1 separación (τὸ διάζωμα) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b15.
2 división ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.Ti.38c
división, lote ἀμετάθετος ... ὁ καθ' ἕκαστα διορισμός Chrysipp.Stoic.2.264.
3 gram. signo gramatical relativo a las pausas y separaciones (como el ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.
4 ret. aforismo, aseveración concreta y significativa Rufin.Fig.42.
II en operaciones intelectuales
1 definición τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’ Arist.SE 168a20, cf. APr.33b30, Thphr.Ign.8.
2 distinción, diferenciación Pl.Plt.282e, ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.Hex.8.3.
3 como parte del desarrollo de una proposición lógica determinación τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.Con.4 praef., cf. Archim.Sph.Cyl.2.4, Procl.in Euc.203.4.

Greek Monolingual

ο (AM διορισμός) διορίζω
νεοελλ.
1. τοποθέτηση προσώπου σε υπηρεσία (συνήθ. δημόσια)
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται ο διορισμός
αρχ.-μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διαίρεση, διάκριση
2. λογική διάκριση
3. μαθ. διαπίστωση για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος
4. η διατύπωση ενός προβλήματος.———————— ο (AM δωρισμός)
νεοελλ.
χρησιμοποίηση δωρικών λέξεων ή τύπων
αρχ.-μσν.
η χρησιμοποίηση της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.