διττός: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(big3_12)
(9)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[δισσός]].
|dgtxt=v. [[δισσός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[δισσός]], -ή, -ό (AM [[διττός]] και [[δισσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>3.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, [[διπλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που διαφωνεί<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διττόν</i>, -<i>σσόν</i><br />[[ασάφεια]], [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>διχ</i>- του [[δίχα]]. Ο τ. [[διττός]] [[είναι]] της αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δισσάκις]], <i>δισσαχῄ</i>, <i>δισσαχού</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δισσογραφία]], [[δισσολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δισσάρχης]], [[δισσόγλωσσος]], [[δισσογονώ]], [[δισσογραφούμαι]], [[δισσόπους]], [[δισσότοκος]], [[δισσοτόκος]], [[δισσοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δισσολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διττάγκιστρο]], [[διττόκλιτος]]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. δισσός.

Spanish (DGE)

v. δισσός.

Greek Monolingual

και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].