δυσαρεστία: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[malestar]], [[indisposición]] Hierocl.<i>in CA</i> 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23<br /><b class="num">•</b>fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9.81. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[malestar]], [[indisposición]] Hierocl.<i>in CA</i> 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23<br /><b class="num">•</b>fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9.81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαρεστία]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[στενοχώρια]]<br /><b>2.</b> (ως ιατρ. όρος) [[δυσφορία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A distress, malaise, Herod.Med.in Hermes40.584, prob. in Aët.16.18 (for -ησίαι), Hierocl. in CA11p.442M.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, dasselbe, Sp., wie Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρεστία: ἡ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 219, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. malestar, indisposición Hierocl.in CA 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23
•fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.Paed.2.9.81.
Greek Monolingual
δυσαρεστία, η (AM)
1. στενοχώρια
2. (ως ιατρ. όρος) δυσφορία.