εθνικός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(10)
(No difference)

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐθνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη
3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός
ο ειδωλολάτρης
4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν)
παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο μιας χώρας ή πόλης ή αυτόν που κατάγεται από εκεί
νεοελλ.
«εθνική συνέλευση» — συνέλευση αντιπροσώπων του έθνους που εκπροσωπεί τη θέληση του
αρχ.
1. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) επαρχιακός
2. διαλεκτικός
3. το αρσ. ως ουσ. ἐθνικός
ο φοροεισπράκτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος (βλ. και λ. ειδωλολάτρης)].