ἐκμοχλεύω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[apalancar para sacar algo de su sitio]], [[hacer saltar]], [[desencajar]] esp. cerrojos o puertas μηδὲν ἐκμοχλεύετε Ar.<i>Lys</i>.429, τὴν θύραν ταῖς μαχαίραις <i>PLond</i>.2009.11 (III a.C.), cf. Hld.8.12.3, τὴν αὔλειον Hld.4.17.4, δένδρα Ael.<i>NA</i> 6.56<br /><b class="num">•</b>[[forzar como con una palanca]] πολλὸς ἀὴρ ἀθροισθεὶς ... ἐξεμόχλευσε καὶ διέστησε τὸ στόμα Hp.<i>Flat</i>.8, para hacer una zancadilla τὴν βάσιν τε κατὰ τὰ σφυρὰ ... τῇ πτέρνῃ ... ἐκμοχλεύσας Hld.10.32.2<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. [[forzar a moverse hacia]], [[empujar hacia]] en v. pas. (τὸ πνεῦμα) πρὸς τὰ ἀναπνευστικὰ μέρη ἐκμοχλεύεται Archig. en Orib.8.1.22<br /><b class="num">•</b>fig. [[desquiciar]], [[forzar]] (βοήθειαι) ἐκμοχλεύουσαι καὶ προσβιαζόμεναι τὴν φύσιν Plu.2.662c<br /><b class="num">•</b>tb. [[derribar]], [[eliminar]] τὸν αἰώνιον ... θρόνον Didym.M.39.897C.<br /><b class="num">2</b> medic. [[descolocar]], [[dislocar]] τὸ [[ἄρθρον]] Hp.<i>Art</i>.76, cf. 72, Paul.Aeg.6.118.4<br /><b class="num">•</b>gener. [[descoyuntar]] τῶν μὲν ... τὰ ἄρθρα Chrys.M.50.678.<br /><b class="num">3</b> [[forzar a salir]], [[hacer desaparecer]], como sinón. de [[curar]] μέχρι περ ἂν (ἡ [[δύναμις]]) ἐκμοχλεύσῃ ... πάντα (τὰ λυποῦντα) Gal.7.195, τῷ ἑλλεβόρῳ πολλὰ τῶν χρονίων παθῶν Basil.<i>Hex</i>.5.4, [[ἄνευ]] τινὸς μηχανῆς τὰ νοσοποιὰ αἴτια Ascl.<i>in Metaph</i>.399.24, τὰς κακοχυμίας τῶν σωμάτων Olymp.<i>in Grg</i>.8.1, en v. pas. Olymp.<i>in Grg</i>.29.2.<br /><b class="num">4</b> [[desobstruir]], [[desopilar]] σκιρρῶδες ... τι Gal.12.470, τὸν πεπηγότα χυμόν Aët.3.5, cf. Gal.10.925, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.8.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[apalancar para sacar algo de su sitio]], [[hacer saltar]], [[desencajar]] esp. cerrojos o puertas μηδὲν ἐκμοχλεύετε Ar.<i>Lys</i>.429, τὴν θύραν ταῖς μαχαίραις <i>PLond</i>.2009.11 (III a.C.), cf. Hld.8.12.3, τὴν αὔλειον Hld.4.17.4, δένδρα Ael.<i>NA</i> 6.56<br /><b class="num">•</b>[[forzar como con una palanca]] πολλὸς ἀὴρ ἀθροισθεὶς ... ἐξεμόχλευσε καὶ διέστησε τὸ στόμα Hp.<i>Flat</i>.8, para hacer una zancadilla τὴν βάσιν τε κατὰ τὰ σφυρὰ ... τῇ πτέρνῃ ... ἐκμοχλεύσας Hld.10.32.2<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. [[forzar a moverse hacia]], [[empujar hacia]] en v. pas. (τὸ πνεῦμα) πρὸς τὰ ἀναπνευστικὰ μέρη ἐκμοχλεύεται Archig. en Orib.8.1.22<br /><b class="num">•</b>fig. [[desquiciar]], [[forzar]] (βοήθειαι) ἐκμοχλεύουσαι καὶ προσβιαζόμεναι τὴν φύσιν Plu.2.662c<br /><b class="num">•</b>tb. [[derribar]], [[eliminar]] τὸν αἰώνιον ... θρόνον Didym.M.39.897C.<br /><b class="num">2</b> medic. [[descolocar]], [[dislocar]] τὸ [[ἄρθρον]] Hp.<i>Art</i>.76, cf. 72, Paul.Aeg.6.118.4<br /><b class="num">•</b>gener. [[descoyuntar]] τῶν μὲν ... τὰ ἄρθρα Chrys.M.50.678.<br /><b class="num">3</b> [[forzar a salir]], [[hacer desaparecer]], como sinón. de [[curar]] μέχρι περ ἂν (ἡ [[δύναμις]]) ἐκμοχλεύσῃ ... πάντα (τὰ λυποῦντα) Gal.7.195, τῷ ἑλλεβόρῳ πολλὰ τῶν χρονίων παθῶν Basil.<i>Hex</i>.5.4, [[ἄνευ]] τινὸς μηχανῆς τὰ νοσοποιὰ αἴτια Ascl.<i>in Metaph</i>.399.24, τὰς κακοχυμίας τῶν σωμάτων Olymp.<i>in Grg</i>.8.1, en v. pas. Olymp.<i>in Grg</i>.29.2.<br /><b class="num">4</b> [[desobstruir]], [[desopilar]] σκιρρῶδες ... τι Gal.12.470, τὸν πεπηγότα χυμόν Aët.3.5, cf. Gal.10.925, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.8.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκμοχλεύω]])<br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] ή [[μετατοπίζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] βίαια [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[διαστρεβλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[εξαρθρώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμοχλεύω Medium diacritics: ἐκμοχλεύω Low diacritics: εκμοχλεύω Capitals: ΕΚΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: ekmochleúō Transliteration B: ekmochleuō Transliteration C: ekmochleyo Beta Code: e)kmoxleu/w

English (LSJ)

   A lift out with a lever, Hp.Art.72 (and in Med., ib.76); πύλας ἐ. to force them open with crow-bars, Ar.Lys.429 : generally, force, compel, τὴν φύσιν Plu.2.662c; dislodge, τὰ λυποῦντα Gal.7.195, cf. Archig. ap. Orib.8.1.22 ; τὴν κακοχυμίαν τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.p.143J.

German (Pape)

[Seite 769] heraushebeln, mit Gewaltherausreißen, Hippocr.; πύλας, mit Hebeln sprengen, Ar. Lys. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμοχλεύω: κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἰδίως διὰ μοχλοῦ, ἐκτοπίζω, ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: καθόλου, βιάζω, ἀναγκάζω, τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.

French (Bailly abrégé)

soulever avec un levier, forcer ; fig. contraindre, forcer.
Étymologie: ἐκ, μοχλεύω.

Spanish (DGE)

1 apalancar para sacar algo de su sitio, hacer saltar, desencajar esp. cerrojos o puertas μηδὲν ἐκμοχλεύετε Ar.Lys.429, τὴν θύραν ταῖς μαχαίραις PLond.2009.11 (III a.C.), cf. Hld.8.12.3, τὴν αὔλειον Hld.4.17.4, δένδρα Ael.NA 6.56
forzar como con una palanca πολλὸς ἀὴρ ἀθροισθεὶς ... ἐξεμόχλευσε καὶ διέστησε τὸ στόμα Hp.Flat.8, para hacer una zancadilla τὴν βάσιν τε κατὰ τὰ σφυρὰ ... τῇ πτέρνῃ ... ἐκμοχλεύσας Hld.10.32.2
c. πρός y ac. forzar a moverse hacia, empujar hacia en v. pas. (τὸ πνεῦμα) πρὸς τὰ ἀναπνευστικὰ μέρη ἐκμοχλεύεται Archig. en Orib.8.1.22
fig. desquiciar, forzar (βοήθειαι) ἐκμοχλεύουσαι καὶ προσβιαζόμεναι τὴν φύσιν Plu.2.662c
tb. derribar, eliminar τὸν αἰώνιον ... θρόνον Didym.M.39.897C.
2 medic. descolocar, dislocar τὸ ἄρθρον Hp.Art.76, cf. 72, Paul.Aeg.6.118.4
gener. descoyuntar τῶν μὲν ... τὰ ἄρθρα Chrys.M.50.678.
3 forzar a salir, hacer desaparecer, como sinón. de curar μέχρι περ ἂν (ἡ δύναμις) ἐκμοχλεύσῃ ... πάντα (τὰ λυποῦντα) Gal.7.195, τῷ ἑλλεβόρῳ πολλὰ τῶν χρονίων παθῶν Basil.Hex.5.4, ἄνευ τινὸς μηχανῆς τὰ νοσοποιὰ αἴτια Ascl.in Metaph.399.24, τὰς κακοχυμίας τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.8.1, en v. pas. Olymp.in Grg.29.2.
4 desobstruir, desopilar σκιρρῶδες ... τι Gal.12.470, τὸν πεπηγότα χυμόν Aët.3.5, cf. Gal.10.925, Alex.Aphr.Pr.2.8.

Greek Monolingual

(AM ἐκμοχλεύω)
1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
2. αποσπώ βίαια κάτι
αρχ.
1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω
2. ιατρ. εξαρθρώνω.