ἐναπομένω: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐναπομένω]])<br />[[μένω]] [[κάπου]] ως [[υπόλοιπο]], [[απομένω]], εναπολείπομαι, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]] σ' έναν [[τόπο]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υστερώ]]<br /><b>2.</b> [[επιμένω]] (σε συνήθειες, ελαττώματα <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μένω]] [[σταθερά]], διατηρούμαι, [[διαρκώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
A remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Thphr.p.67 B.: abs., Hld.1.15.
German (Pape)
[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.
Spanish (DGE)
1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
•permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
Greek Monolingual
(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.