ἐξαπεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐξαφοράω]].
|dgtxt=v. [[ἐξαφοράω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐξαπεῑδον (Α)<br />(αόρ. [[χωρίς]] ενεστ. [[αντί]] ενεστ. χρησιμοπ. το <i>ἐξαφορῶ</i>)<br />παρατήρησα από [[μακριά]], είδα σε [[απόσταση]] («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπεῖδον Medium diacritics: ἐξαπεῖδον Low diacritics: εξαπείδον Capitals: ΕΞΑΠΕΙΔΟΝ
Transliteration A: exapeîdon Transliteration B: exapeidon Transliteration C: eksapeidon Beta Code: e)capei=don

English (LSJ)

inf. ἐξαπιδεῖν: aor. without any pres. ἐξαφοράω in use,

   A observe from afar, only in S.OC1648 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 870] (aor. zum ungebräuchlichen ἐξαφοράω), aus der Ferne bemerken, Soph. O. C. 1644.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπεῖδον: ἀπαρέμφ. ἐξαπιδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἰδίου ἐνεστ. - Ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐξαφοράω, παρατηρῶ μακρόθεν, Σοφ. Ο. Κ. 1648· - ἐκ τῶν ἅπαξ λεγ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 d’un verbe inusité;
remarquer ou voir de loin.
Étymologie: ἐξ, ἀπεῖδον ; cf. ἐξαφοράω.

Spanish (DGE)

v. ἐξαφοράω.

Greek Monolingual

ἐξαπεῑδον (Α)
(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)
παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).