ἐπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />orné <i>ou</i> plaqué d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄργυρος]].
|btext=ος, ον :<br />orné <i>ou</i> plaqué d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄργυρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[επάργυρος]], -ον)<br />ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με [[λεπτό]] [[στρώμα]] αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μισθωτής]]».
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργῠρος Medium diacritics: ἐπάργυρος Low diacritics: επάργυρος Capitals: ΕΠΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: epárgyros Transliteration B: epargyros Transliteration C: epargyros Beta Code: e)pa/rguros

English (LSJ)

ον,

   A overlaid with silver, κλῖναι Hdt.1.50,9.80, cf. IG12.276, BMus.Inscr.4.481*.472; πανοπλίαι Onos.1.20.

German (Pape)

[Seite 904] mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργῠρος: -ον, ἐπηργυρωμένος, Ἡρόδ. 1. 50., 9. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orné ou plaqué d’argent.
Étymologie: ἐπί, ἄργυρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».