ἐπίμοχθος: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(6_16)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμοχθος''': -ον, [[πλήρης]] μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ [[ἐπίπονος]], Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, [[μετὰ]] κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· [[οὕτως]] οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).
|lstext='''ἐπίμοχθος''': -ον, [[πλήρης]] μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ [[ἐπίπονος]], Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, [[μετὰ]] κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· [[οὕτως]] οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμοχθος]], -ον) [[μόχθος]]<br />(για [[εργασία]]) αυτός που απαιτεί την [[καταβολή]] πολλού μόχθου, [[επίπονος]], πολύ [[κοπιαστικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[δραστήριος]], αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] μόχθους, [[εκείνος]] τον οποίο ανέχεται ή διάγει [[κανείς]] με [[μεγάλη]] [[δυσκολία]] («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)<br /><b>3.</b> [[επώδυνος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίμοχθον</i><br />η [[εργατικότητα]], η [[δραστηριότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμοχθος Medium diacritics: ἐπίμοχθος Low diacritics: επίμοχθος Capitals: ΕΠΙΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: epímochthos Transliteration B: epimochthos Transliteration C: epimochthos Beta Code: e)pi/moxqos

English (LSJ)

ον,

   A toilsome, ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: gloss on πόνηρος, Sch.Ar.Pax383; γῆ Hp.Ep.17. Adv. -θως with toil, App.Pun.72; so neut., LXX Wi.15.7.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπίπονος, Sp., z. B. βίος Maneth. 4, 248. – Adv., App. Pun. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοχθος: -ον, πλήρης μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ ἐπίπονος, Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, μετὰ κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· οὕτως οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.