ἐπιπώρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />calus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πωρόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />calus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πωρόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπώρωσις]], ἡ (Α) [[επιπωρούμαι]]<br /><b>1.</b> [[σχηματισμός]] σκληρωμάτων, [[αποσκλήρυνση]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[κάλος]] στο [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> [[προεξοχή]] στις πέτρες τών νεφρών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A formation of a callus, -ωσιν ποιεῖσθαι Id.Art.14; -ώσιες ἄρθρων γίγνονται Aret.SD2.12. 2. callus, Placit.5.13.1 (pl.); of projections on renal stones, Aret.SD2.3.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Verhärten auf der Oberfläche, Hippocr. u. Sp.; = dem Vorigen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπώρωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς τύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791: ― τύλος, callus, Πλούτ. 2. 906F, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
calus.
Étymologie: ἐπί, πωρόω.
Greek Monolingual
ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) επιπωρούμαι
1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια
2. κάλος στο δέρμα
3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών.