ἐπισκευή: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> restauration, reconstruction (de murs, de temples, <i>etc.</i>) ; radoub d’un navire;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκευή]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> restauration, reconstruction (de murs, de temples, <i>etc.</i>) ; radoub d’un navire;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκευή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπισκευή]]) [[σκευή]]<br />[[επιδιόρθωση]], [[ανακαίνιση]] (α. «[[επισκευή]] σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρόποι, [[μέσα]] επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> υλικά για [[επισκευή]] («ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρασκευή]] («ἐτοιμάζοντας πλείστας χορηγίας καὶ ἐπισκευάς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξοπλισμός]], εξαρτήματα<br /><b>5.</b> [[τέχνασμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A repair, restoration, τῶν ἱρῶν Hdt.2.174, cf. 175; τειχῶν D.18.311, etc.; τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2. 2. means of repairing, Th.1.52. II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.
German (Pape)
[Seite 978] ἡ, die Wiederherstellung, Ausbesserung, τῶν ἱρῶν Her. 2, 174; τῶν νεῶν Thuc. 1, 52; τοῦ βαλανείου Is. 5, 28; τῶν τειχῶν Dem. 18, 311 u. Sp.; χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί, Ausrüstung, Pol. 1, 72, 3 . – Im plur. auch Geräthschaften, Dem. 27, 20; Pol. 11, 9, 1. – Bei Isocr. 7, 52 hat Bekker κατασκευάς hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκευή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 174, πρβλ. 175· τῶν τειχῶν Δημ. 329. 5, κτλ.· τὰς ἐπ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Πολύβ. 6. 17, 2. ΙΙ. ὑλικὰ πρὸς ἐπισκευὴν ἢ παρασκευήν, τῶν νεῶν Θουκ. 1. 52· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευὰς Δημ. 819. 25· χορηγίας καὶ ἐπ. Πολύβ. 1. 72, 3, πρβλ. 11. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 restauration, reconstruction (de murs, de temples, etc.) ; radoub d’un navire;
2 αἱ ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.
Étymologie: ἐπί, σκευή.
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκευή) σκευή
επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.)
2. υλικά για επισκευή («ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευάς», Δημοσθ.)
3. παρασκευή («ἐτοιμάζοντας πλείστας χορηγίας καὶ ἐπισκευάς», Πολ.)
4. εξοπλισμός, εξαρτήματα
5. τέχνασμα.