ἐπίτευγμα: Difference between revisions
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73. | |lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίτευγμα]]) [[επιτυγχάνω]]<br />[[επιτυχία]], αίσια [[έκβαση]] («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[φυσικό]] [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[επιτυχής]] [[διάγνωση]]<br /><b>3.</b> [[δημιούργημα]], [[προϊόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπιτυγχάνω)
A a hit, opp. ἀπότευγμα, Phld.Rh. 1.67S., al. ; success, D.S.1.27 ; 'coup', Cic.Att.13.27.1 : pl., ποιητῶν ἀγαθῶν ἐ. D.S.15.6 ; τὰ περὶ ποιητικὴν ἐ. D.L.8.57 ; τὰ ἀπὸ τύχης ἐ. J.BJ3.5.6 ; of successful medical diagnoses, Harp.Astr.inCat.Cod. Astr.8(3).137.10. 2 natural advantage, τὸ τῆς χώρας ἐ. Agatharch. 89 ; τὰ τῶν τόπων ἐ. D.S.33.28d.3.
German (Pape)
[Seite 991] τό, das Erreichte, was geglückt ist, das Glück, Ggstz ἐλάττωμα, D. Sic. 16, 105 u. öfter; τὰ περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγματα D. L. 8, 57. – Das Verfertigte, χειρόκμητον, Dius Stob. fl. 65, 17 (v. l. ἐπιτήδευμα); ποιητῶν D. Sic. 15, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτευγμα: τό, (ἐπιτεύχω), ἐξεύρημα, τέχνασμα ἢ ἐπιτυχία, Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίτευγμα) επιτυγχάνω
επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα
2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση
3. δημιούργημα, προϊόν.