ἐπιτακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτακτος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτακτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτακτικός]], -ή, -όν) [[επιτάκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[εντολή]]<br /><b>2.</b> (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική [[εντολή]]» — η [[εντολή]] από τους εκλογείς της περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τους αντιπροσωπεύει<br /><b>3.</b> αυτός που η [[εκτέλεση]] ή επίλυσή του δεν επιδέχεται [[παραμέληση]] ή [[αναβολή]], [[αναπόφευκτος]], απολύτως [[αναγκαίος]] («επιτακτική [[ανάγκη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να επιτάσσει, αυτός που ασκεί [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιτακτική [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] να δίνει [[κανείς]] εντολές, να επιτάσσει (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο προστακτικό, πιεστικά.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτακτικός Medium diacritics: ἐπιτακτικός Low diacritics: επιτακτικός Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitaktikós Transliteration B: epitaktikos Transliteration C: epitaktikos Beta Code: e)pitaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A commanding, authoritative, Arist.EN1143a8 ; ἡ ἐ. τέχνη the art or faculty of command, Pl.Plt.260csq.; so τὸ ἐ. μέρος ib.b. Adv. -κῶς D.S.15.40.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, befehlend, gebietend; ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, die Kunst des Gebietens, Plat. Polit. 260 c, öfter; τὸ περὶ τὰ ζῷα ἐπιτακτικόν 261 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτακτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτάσσων, ὁ ἐξουσίαν ἀσκῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 1· ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ ἐπιτάσσειν, Πλάτ. Πολιτικ. 260C κἑξ.· οὕτω, τὸ -κὸν αὐτόθι. ― Ἐπίρρ. -κῶς Διοδ. Ἐκλογ. 619. 80.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: ἐπίτακτος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτακτικός, -ή, -όν) επιτάκτης
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με εντολή
2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» — η εντολή από τους εκλογείς της περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τους αντιπροσωπεύει
3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του δεν επιδέχεται παραμέληση ή αναβολή, αναπόφευκτος, απολύτως αναγκαίος («επιτακτική ανάγκη»)
αρχ.
1. ο ικανός να επιτάσσει, αυτός που ασκεί εξουσία
2. φρ. «ἐπιτακτική τέχνη» — η τέχνη να δίνει κανείς εντολές, να επιτάσσει (Πλάτ.).
επίρρ...
επιτακτικώς και -ά
με τρόπο προστακτικό, πιεστικά.