ἐπιχειροτονία: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχειροτονία]], ἡ (Α) [[επιχειροτονώ]]<br /><b>1.</b> [[ψηφοφορία]] με [[ανάταση]] της χειρός<br /><b>2.</b> [[επικύρωση]] της εξουσίας τών αρχόντων με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιχειροτονία]] τῶν νόμων» — [[επικύρωση]] υπαρχόντων νόμων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A voting by show of hands, Pl.Lg.755e ; -τονίαν διδόναι, εἰ δοκεῖ..ἢ μή Arist.Ath.43.5. 2 confirmation of the powers of magistrates, D.58.27 (pl.), Arist.Ath.55.4 ; ἐ. αὐτῶν ἐστί..εἰ δοκοῦσιν καλῶς ἄρχειν ib.61.2. b ἐ. νόμων confirmation of the existing laws, Lex ap.D.24.20.
German (Pape)
[Seite 1003] ἡ, die Abstimmung des Volkes durch Handhochheben, νόμων Dem. 24, 20 ff., über die Gesetze; – ποιεῖν, od. διδόναι τινί, abstimmen lassen, von den πρόεδροι, 24, 50, im Gesetz. – Wahl durch solche Abstimmung, τῶν ταξιαρχῶν Plat. Legg. VI, 755 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Πλάτ. Νόμ. 755E· νόμων ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 706. 7· ὡσαύτως, ἐπ. διδόναι αὐτόθι 716. 19· ἐπ. ἐστὶ ἢ γίγνεται αὐτόθι 706. 8 κἑξ., 1330. 17· (οἱ πρυτανεύοντες) καὶ περὶ τῆς ὀστρακοφορίας ἐπιχειροτονίαν διδόασιν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 63. 8 (ἔκδ. Blass)· οὕτω δίδωσιν ἐν μὲν τῇ βουλῇ τὴν ἐπιχειροτονίαν, ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ τὴν ψῆφον αὐτόθι σ. 80. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vote à main levée.
Étymologie: ἐπιχειροτονέω.
Greek Monolingual
ἐπιχειροτονία, ἡ (Α) επιχειροτονώ
1. ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
2. επικύρωση της εξουσίας τών αρχόντων με ψηφοφορία
3. φρ. «ἐπιχειροτονία τῶν νόμων» — επικύρωση υπαρχόντων νόμων.