ερέφω: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἐρέφω και ἐρέπτω (Α)
1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι
3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.)
4. καλύπτω, σκέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέφω, εμφανίζει επίθημα -ye / -yo (πρβλ. είρω Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. hirnireba «κρανίο, κάλυμμα εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. rippa, rippi, αρχ. αγγλ. ribb, αρχ. ισλ. rif «πλευρά»— ανάγεται δε σε ΙE rebh-io- «καλύπτω από πάνω». Η ετεροιωμένη βαθμίδα του εμφανίζεται στο παράγωγο όροφος, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή σύνθετα ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. ερέφω ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -ερεφής (πιθ. < έρεφος < ερέφω) και -ηρεφής.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αρχ. αμφιρεφής, ανηρεφής, διηρεφής, επηρεφής, κατηρεφής, κισσηρεφής, νυκτηρεφής, πετρηρεφής, συγκατηρεφής, συνηρεφής, υψερεφής, υψηρεφής].