ἐρίσφηλος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίσφηλος''': -ον, = [[ἐρισθενής]], ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.
|lstext='''ἐρίσφηλος''': -ον, = [[ἐρισθενής]], ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίσφηλος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του Ηρακλή) ο [[μεγαλοδύναμος]], ο [[ερισθενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>άσφηλοι ασθενείς</i><br />σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει [[αναγωγή]] της λ. στο ρ. [[σφάλλω]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίσφηλος Medium diacritics: ἐρίσφηλος Low diacritics: ερίσφηλος Capitals: ΕΡΙΣΦΗΛΟΣ
Transliteration A: erísphēlos Transliteration B: erisphēlos Transliteration C: erisfilos Beta Code: e)ri/sfhlos

English (LSJ)

ον,

   A overthrowing much, of Heracles, Stesich.82.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr erschütternd, nach E. M. bei Stesichor. = ἐρισθενής, vom Herakles.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσφηλος: -ον, = ἐρισθενής, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.

Greek Monolingual

ἐρίσφηλος, -ον (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς
σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή της λ. στο ρ. σφάλλω.