εὐεπής: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien dit, bien exprimé, élégant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔπος]].
|btext=ής, ές :<br />bien dit, bien exprimé, élégant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο ευφράδης, ο [[εύγλωττος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μελωδικός]], ο [[εύφωνος]] («εὐεπὴς [[φωνή]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει [[ευγλωττία]] («εὐεπές [[ὕδωρ]]»)<br /><b>3.</b> ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεπῶς</i><br />(για λόγο) με [[αρμονία]], με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έπος]] «[[λόγος]]»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπής Medium diacritics: εὐεπής Low diacritics: ευεπής Capitals: ΕΥΕΠΗΣ
Transliteration A: euepḗs Transliteration B: euepēs Transliteration C: evepis Beta Code: eu)eph/s

English (LSJ)

ές, (ἔπος)

   A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv. -πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα D.Chr.52.15.    2 eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch.s.v. λιγύς.    3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.).    II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.

German (Pape)

[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v. l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.

Greek Monolingual

εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].