εὐτρεπής: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτρεπής]], -ές)<br />[[έτοιμος]], παρασκευασμένος για κάποιο [[έργο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ευτρεπής]] [[άγκυρα]]» — η [[άγκυρα]] που αναδύθηκε από τη [[θάλασσα]], που απαλλάχθηκε από [[κάθε]] [[περιπλοκή]] της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρεπῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[είμαι]] προετοιμασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (τρέπω)
A readily turning: hence generally, prepared, ready, εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ . . τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων -πῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι . . καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, ἔχειν to be in a state of preparation, D.1.21.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπής: -ές, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος˙ καθόλου, ἕτοιμος, παρεσκευασμένος συχνὸν παρ’ Εὐρ.˙ εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440˙ εὐτρ. παρεῖναι αὐτόθι 844, κ. ἀλλ.˙ οὕτως, εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2˙ δεῖπνον εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12˙ εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2˙ συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17˙ εὐτρ. πρός τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qu’on peut tourner ou mettre en mouvement ; prêt, disponible.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτρεπής, -ές)
έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» — η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη.
επίρρ...
εὐτρεπῶς και -έως (Α)
φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρέπω.