ἐφέζομαι: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(eksahir) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[sentarse sobre]] | |esgtx=[[sentarse sobre]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐφέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] ή [[μένω]] [[δίπλα]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[παρακάθημαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἕζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
chiefly used in part. and 3sg. impf.; inf.
A ἐφέζεσθαι Od. 4.717; imper. ἐφέζεο AP15.13 (Const. Sic.):—sit upon, c. dat., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Il.3.152; πατρὸς ἐφέζετο γούνασι 21.506; δίφρῳ ἐφέζεσθαι Od.4.717, cf. 509; ἔνθα δ' ἄρ' αὐτὸς ἐφέζετο 17.334; ὄχθῳ Ar.Av.774 (lyr.): also c. gen., Pi.N.4.67, A.R.3.1001; ἐπὶ νώτοις Mosch.2.125; εἰς αὖλιν AP5.236.10 (Agath.): also c. acc., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι E.Hel.1492 (lyr.); τύχη . . ναῦν θέλουσ' ἐ. A.Ag.664. 2 sit by or near, c. acc., οὐδ' ἔχων μύσος . . τὸ σὸν ἐφεζόμην βρετας prob. for ἐφεζομένη, Id.Eu.446. Cf. ἐφίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέζομαι: Ἀποθ., κυρίως ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ.: ἀπαρ. ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717: προστ. ἐφέζεο Ἀνθ. Π. 15. 13. Κάθημαι ἐπί τινος, μετὰ δοτ., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Ἰλ. Γ. 152· πατρὸς ἐφέζετο γούνασι Φ. 506· δίφρῳ ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717, πρβλ. 509· ὄχθῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 774· ὡσαύτως μετὰ γεν., Πινδ. Ν. 4. 109, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1001· ἐπὶ νώτοις Μόσχ. 2. 121· εἰς ἔποπος… αὖλιν ἐφεζόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 237· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι Εὐρ. Ἑλ. 1492· τύχη… ναῦν θέλουσ’ ἐφ. (ὁ Casaub. ναυστολοῦσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· ἴδε καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι πλησίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο Ὀδ. Ρ. 334· μετ’ αἰτ., οὐδ’ ἔχων μύσος…τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας (οὕτως ὁ Wieseler) Αἰσχύλ. Εὐμ. 446. Πρβλ. ἐφίζω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐφέζετο: sit upon or by, Il. 21.506, Od. 17.334.
English (Slater)
ἐφέζομαι
1 sit c. cogn. acc. εἶδεν δ' εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.: i. e. sitting in assembly ) (N. 4.67)
Spanish
Greek Monolingual
ἐφέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι.