ἡλοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_14)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλοκόπος''': ὁ, ([[κόπτω]]) [[σιδηρουργός]] κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
|lstext='''ἡλοκόπος''': ὁ, ([[κόπτω]]) [[σιδηρουργός]] κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡλοκόπος]], ὁ (Α), [[σιδηρουργός]] που κατασκευάζει καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] «[[κοπή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρο</i>-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλοκόπος Medium diacritics: ἡλοκόπος Low diacritics: ηλοκόπος Capitals: ΗΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēlokópos Transliteration B: hēlokopos Transliteration C: ilokopos Beta Code: h(loko/pos

English (LSJ)

ὁ, (κόπτω)

   A nail-smith, BGU1028.19 (ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133; = Lat. clavarius, clavifixor, clavorum faber, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1163] ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοκόπος: ὁ, (κόπτω) σιδηρουργός κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο-κόπος, ξυλο-κόπος.