ἡμιδιπλοΐδιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(c2)
(16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1167.png Seite 1167]] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1167.png Seite 1167]] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιδιπλοΐδιον]], τὸ (Α)<br />[[γυναικείος]] [[χιτώνας]] που διπλωνόταν στο άνω [[μέρος]] [[έτσι]] ώστε να πέφτει ώς τη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>διπλοΐδ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>διπλοΐδ</i>- του [[διπλοΐς]], -[[ίδος]] «[[διπλός]] [[μανδύας]]») <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιδιπλοΐδιον Medium diacritics: ἡμιδιπλοΐδιον Low diacritics: ημιδιπλοΐδιον Capitals: ΗΜΙΔΙΠΛΟΪΔΙΟΝ
Transliteration A: hēmidiploḯdion Transliteration B: hēmidiploidion Transliteration C: imidiploidion Beta Code: h(midiploi/+dion

English (LSJ)

τό,

   A a woman's dress folded at the top so as to fall half-way down the figure, Ar.Ec.318, cf. EM430.46.

German (Pape)

[Seite 1167] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.

Greek Monolingual

ἡμιδιπλοΐδιον, τὸ (Α)
γυναικείος χιτώνας που διπλωνόταν στο άνω μέρος έτσι ώστε να πέφτει ώς τη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διπλοΐδ-ιον (< θ. διπλοΐδ- του διπλοΐς, -ίδος «διπλός μανδύας») + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδ-ίον)].