θουραῖος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(6_4)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θουραῖος''': -α, -ον, = [[θοῦρος]], [[βίαιος]], [[θρασύς]], [[ὁρμητικός]], [[λάγνος]], Λατ. salax, Ἡσύχ.· - θηλ. θουράς, άδος, Νικ. Θηρ. 131, Λυκόφρ. 612.
|lstext='''θουραῖος''': -α, -ον, = [[θοῦρος]], [[βίαιος]], [[θρασύς]], [[ὁρμητικός]], [[λάγνος]], Λατ. salax, Ἡσύχ.· - θηλ. θουράς, άδος, Νικ. Θηρ. 131, Λυκόφρ. 612.
}}
{{grml
|mltxt=θουραῑος, -αία, -ον (Α) [[θούρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[ασελγής]], [[λάγνος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θουραῖος Medium diacritics: θουραῖος Low diacritics: θουραίος Capitals: ΘΟΥΡΑΙΟΣ
Transliteration A: thouraîos Transliteration B: thouraios Transliteration C: thouraios Beta Code: qourai=os

English (LSJ)

α, ον,= θοῦρος,

   A violent, lustful, Hsch.:—fem. θουράς, άδος, Nic.Th.131, Lyc.612.

German (Pape)

[Seite 1215] = θούριος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θουραῖος: -α, -ον, = θοῦρος, βίαιος, θρασύς, ὁρμητικός, λάγνος, Λατ. salax, Ἡσύχ.· - θηλ. θουράς, άδος, Νικ. Θηρ. 131, Λυκόφρ. 612.

Greek Monolingual

θουραῑος, -αία, -ον (Α) θούρος
(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.