θωμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas (de blé, de paille).<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas (de blé, de paille).<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser.
}}
{{grml
|mltxt=[[θωμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[σωρός]], [[στοίβα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] («θωμὸς ψηφισμάτων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- (-<i>θη</i>-) του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, της οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>θω</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>doms</i>, το αρχ. σαξ. <i>d</i><i>ō</i><i>m</i> και το αρχ. άνω γερμ. <i>tuom</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[γνώμη]], [[κρίση]]», ίσως δε και με τον φρυγ. τ. <i>δούμος</i>, ([[ονομασία]] θρησκευτικής αδελφότητας). Βλ. και λ. <i>θω</i>-<i>ή</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωμός Medium diacritics: θωμός Low diacritics: θωμός Capitals: ΘΩΜΟΣ
Transliteration A: thōmós Transliteration B: thōmos Transliteration C: thomos Beta Code: qwmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A heap, A.Ag.295, Ar.Lys.973, Thphr.HP8.11.4, AP6.299 (Phan.): metaph., θ. ψηφισμάτων Ar.Fr.217. (Like θημών, fr. I.-E. dhē-, τί-θημι.)

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ (θεω, τίθημι), Hause, nach Thom. Mag. att, für θημών; γραίας ἐρείκης θωμόν Aesch. Ag. 286; Ar. Lys. 973; sp. D., wie Phani. 5 (VI, 299). Auch Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θωμός: ὁ, = σωρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 295, Ἀριστοφ. Λυσ. 973, Ἀποσπ. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4, Ἀνθ. Π. 6. 299, Ἡσύχ. – (ὡς τὸ θημών, ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tas (de blé, de paille).
Étymologie: R. Θε, poser.

Greek Monolingual

θωμός, ὁ (Α)
1. σωρός, στοίβα
2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα dhē- (-θη-) του τί-θη-μι, της οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω- (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα με τη σημασία «γνώμη, κρίση», ίσως δε και με τον φρυγ. τ. δούμος, (ονομασία θρησκευτικής αδελφότητας). Βλ. και λ. θω-ή].