θυώδης: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[θύος]]): [[fragrant]]. (Od.) | |auten=([[θύος]]): [[fragrant]]. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ευωδία]] θυμιάματος, [[μυρωδάτος]], [[ευώδης]], [[αρωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[δέντρο]] [[θύον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>α</i>) που διατηρεί στην προκειμένη [[περίπτωση]] την αρχική του [[σημασία]] «[[μυρωδάτος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (θύος, ὄδ-ωδα, cf. εὐώδης, δυσώδης)
A smelling of incense, fragrant, εἵματα . . θυώδεα Od.5.264; θαλάμοιο θυώδεος 4.121; βωμός h.Ap.87; νηός h.Ven.59; ναοί Theoc.17.123; Οὔλυμπος h.Merc.322; λίβανος Emp.128.6; καπνός E.Andr.1026 (lyr.): Comp. -έστερος, τέρμινθος Thphr.HP3.15.3. II (θύον 1) belonging to the tree θύον, ib. 5.4.2.
German (Pape)
[Seite 1229] ες, weihrauchartig, wohlduftend; εἵματα Od. 5, 264. 21, 52; θάλαμος 4, 121; λίβανος Empedocl. bei Ath. XII, 510 d; Sp., ναός Theocr. 17, 123. – Bei Theophr. = dem θύον ähnlich.
Greek (Liddell-Scott)
θυώδης: -ες, (θύος, ὄδωδα, πρβλ. εὐώδης, δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, εὐώδης, ἀρωματικός, εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264˙ θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121˙ βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87˙ νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123˙ Οὔλυμπος Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322˙ λίβανος Ἐμπεδ. 422˙ καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. (θύον, εἶδος) ὡς τὸ δένδρον θύον, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.
Étymologie: θύος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
θυώδης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει την ευωδία θυμιάματος, μυρωδάτος, ευώδης, αρωματικός
2. αυτός που ανήκει στο δέντρο θύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -ώδης (< όδ-ωδ-α) που διατηρεί στην προκειμένη περίπτωση την αρχική του σημασία «μυρωδάτος»].