ἱππογέρανοι: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />cavaliers montés sur des grues.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[γέρανος]].
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />cavaliers montés sur des grues.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[γέρανος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππογέρανοι]], οί (Α)<br />ιππικό από γερανούς, [[δηλαδή]] ιππείς που ιππεύουν γερανούς [[αντί]] για ίππους.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππογέρᾰνοι Medium diacritics: ἱππογέρανοι Low diacritics: ιππογέρανοι Capitals: ΙΠΠΟΓΕΡΑΝΟΙ
Transliteration A: hippogéranoi Transliteration B: hippogeranoi Transliteration C: ippogeranoi Beta Code: i(ppoge/ranoi

English (LSJ)

οἱ,

   A crane-cavalry, Luc.VH1.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.

Greek Monolingual

ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.