ἱππασία: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱππασία]]) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> η ιππευτική [[τέχνη]], το να ιππεύει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> έφιππη [[πορεία]] (α. «πήγαμε [[πέντε]] ώρες [[ιππασία]]» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μια [[θέση]] του σώματος στην ενόργανη [[γυμναστική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέλαση]] ιππικού<br /><b>2.</b> [[αρματηλασία]]<br /><b>3.</b> το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> ιππικοί αγώνες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A riding, horse-exercise, Ar.Ach.1165 (lyr.); ἱ. ποιεῖσθαι,= ἱππάζεσθαι, to take a ride, X.Eq.8.9, cf. An.2.5.33; ἱ. ἱππάσασθαι Id.Oec.11.17; horsemanship, Id.An.2.5.33; as a subject of competition, IG7.3087 (Lebad.). 2 chariot-driving, Luc. DDeor.12.1, etc. II cavalry, Arr.An.4.4.7.
German (Pape)
[Seite 1258] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππᾰσία: ἡ, (ἱππάζομαι) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ γύμνασις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, ἁρματηλασία, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manœuvre de cavalerie;
2 action de conduire des chevaux ou une voiture.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Greek Monolingual
η (Α ἱππασία) ιππάζομαι
1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς
2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
μια θέση του σώματος στην ενόργανη γυμναστική
αρχ.
1. παρέλαση ιππικού
2. αρματηλασία
3. το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)
4. επιγρ. ιππικοί αγώνες.