ἱππιοχάρμης: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[χάρμη]]): [[fighter]] [[from]] a [[chariot]], Il. 24.257, Od. 11.259. | |auten=([[χάρμη]]): [[fighter]] [[from]] a [[chariot]], Il. 24.257, Od. 11.259. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππιοχάρμης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται [[πάνω]] σε [[άρμα]]<br /><b>2.</b> [[αναβάτης]] ίππου, [[ιππέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ως επίθ.</b> «[[ἱππιοχάρμης]] [[κλόνος]]» — ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής τών ιππέων (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[χαρά]], [[ενθουσιασμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασυ</i>-[[χάρμης]], <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who fights from a chariot, 24.257, Od.11.259, Hes. Fr.7; later, horseman, rider, A.Pers.29 (anap.). II as Adj., ἱ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, ib.105; cf. ἱπποχάρμης.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Wagenkämpfer, Il. 24, 257 Od. 11, 259. – Reiter, Aesch. Pers. 29; auch κλόνος, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππιοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχόμενος, Ἰλ. Ω. 257, Ὀδ. Λ. 259, Ἡσ. Ἀποσπ. 23, 26 Göttl.· βραδύτερον ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 29. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππ. κλόνοι, ὁ θόρυβος τῆς συμπλοκῆς ἱππέων, αὐτόθι 106. Πρβλ. ἱπποχάρμης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui combat du haut d’un char;
2 qui combat à cheval;
3 adj. ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.
Étymologie: ἵππιος, χάρμη.
English (Autenrieth)
(χάρμη): fighter from a chariot, Il. 24.257, Od. 11.259.
Greek Monolingual
ἱππιοχάρμης, ὁ (Α)
1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αναβάτης ίππου, ιππέας
3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» — ο θόρυβος της συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + -χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ. θρασυ-χάρμης, χαλκο-χάρμης].