καθέλκω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]]. | |btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καθέλκω]])<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[καθέλκυση]] πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... [[τεσσαράκοντα]] ναῡς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ζυγαριά]]) [[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάνω]] να κατεβεί [[ένας]] από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]] («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ [[πάντα]]»)<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[υποχρεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέλκομαι</i> α) (για [[κτίσμα]]) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] της οδού, <b>Στράβ.</b>)<br />β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A καθέλξω Ar.Ra.1398, καθελκύσω Luc.DDeor.21.1: aor. part. καθελκύσαντες Th.6.34: pf. καθείλκῠκα D.5.12:—Pass., aor. and pf. (v. infr.): 1 of ships, draw to the sea, launch, E.Hel. 1531, Ar.Ach.544, Eq.1315, Isoc.4.118; καθεῖλκον ναῦς ἐς τὸν Πειραιᾶ Th.2.94: abs., Phld.Mus.p.15 K.,al.:—Pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν Hdt.7.100; εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυς μένον Th.6.50. 2 draw down, depress the scale, Ar.Ra.1398: metaph., outweigh, καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόρος Call.Aet. Oxy.2079.9; [ἡ τροφὴ] τοῖς λοιποῖς . . ἰσοσθενεῖ καὶ κ. τὰ πάντα Gal. 19.190. 3 in building, carry down, τὰ σκέλη καθείλκυσται the long walls have been carried down to the sea, Str.8.6.22. II metaph., drag down, τὸ Χεῖρον . . καθελκυσθὲν συνεφελκύσασθαι τὸ μέσον Plot.2.9.2, cf. Luc.Apol.11. 2 constrain. compel, BGU648.12 (ii A.D.), POxy.899.25 (iii A.D.); τινὰ εἰς φιλανθρωπίαν Lib.Or.15.29 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕλκω), herunter-, herabziehen; Schiffe aufs Meer, Ar. Eccl. 197; τὰς ναῦς εἰς τὴν θάλατταν Plat. Legg. IV, 706 d; πλοῖον μακρόν Isocr. 4, 118; καθεῖλκον τὰς τριήρεις Xen. An. 7, 1, 19. Nur praez. u. impf. u. fut. καθέλξω, von der Wagschaale Ar. Ran. 1394; aor. act. u. pass. von καθελκύω.
Greek (Liddell-Scott)
καθέλκω: μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἕλκω). 1) ἐπὶ πλοίου, σύρω, καταβιβάζω αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον ναῦς ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) σύρω πρὸς τὰ κάτω τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ (μέχρι τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380.
French (Bailly abrégé)
impf. καθεῖλκον, f. καθέλξω;
pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie καθελκύω;
c. καθελκύω.
Greek Monolingual
(AM καθέλκω)
1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω
2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.)
αρχ.
1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», Αριστοφ.)
2. μτφ. υπερτερώ («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ πάντα»)
3. εξαναγκάζω, υποχρεώνω
4. παθ. καθέλκομαι α) (για κτίσμα) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται κατά μήκος της οδού, Στράβ.)
β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕλκω.