κάλη: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. c.</i> [[κήλη]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. c.</i> [[κήλη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάλη]], ἡ (Μ)<br />[[ικανότητα]], [[ανδρεία]] («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. <i>καλή</i> του [[καλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλη Medium diacritics: κάλη Low diacritics: κάλη Capitals: ΚΑΛΗ
Transliteration A: kálē Transliteration B: kalē Transliteration C: kali Beta Code: ka/lh

English (LSJ)

καλήτης,

   A v. κήλη, κηλήτης.

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.

Greek (Liddell-Scott)

κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. c. κήλη.

Greek Monolingual

κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].