κανάβινος: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]]. | |btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[καννάβινος]], -η, -ο(ν) (Α [[κανάβινος]] και [[καννάβινος]], -ίνη, -ον)<br />καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («[[κράμβη]] κανναβίνη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («[[κανάβινος]] κηρὸς<br />ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> όμοιος με κάν(ν)αβον. με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[ισχνός]] («κανάβινον [[σώμα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβις</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of or for a block-figure, κηρός Hsch.; σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, AP11.107 (Lucill.): κανάβιον codd. in ll. cc.; κᾱ- in APl.c. (nisi leg. κανν-).
German (Pape)
[Seite 1319] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; κηρός, Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς σῶμα τὸ καννάβινον (XI, 107 καννάβιον), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνάβῐνος: η, ος, «κανάβινος κηρός· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· σῶμα κ., ἰσχνὸς ὡς κάναβος, Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ καννάβιον.
French (Bailly abrégé)
c. καννάβινος.
Greek Monolingual
και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)
καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη
αρχ.
1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)
2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («κανάβινος κηρὸς
ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)
3. όμοιος με κάν(ν)αβον. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].