κατασπεύδω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=hâter vivement, presser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπεύδω]].
|btext=hâter vivement, presser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπεύδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασπεύδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]]<br /><b>2.</b> [[ταράζω]], [[φοβίζω]]<br /><b>3.</b> [[σπεύδω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασπεύδομαι</i><br />(για λόγο) [[είμαι]] [[ταχύς]], [[ορμητικός]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπεύδω Medium diacritics: κατασπεύδω Low diacritics: κατασπεύδω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΕΥΔΩ
Transliteration A: kataspeúdō Transliteration B: kataspeudō Transliteration C: kataspeydo Beta Code: kataspeu/dw

English (LSJ)

   A urge, hasten on, πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. LXX Ex. 5.13:—Pass., of words, to be urgent or rapid, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H. Comp.20 (Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4.    2 agitate, dismay, τινα LXX Da.4.16(19).    II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.

German (Pape)

[Seite 1380] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπεύδω: μέλλ. -σω, ἐπιταχύνω τινα, βιάζω, τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ βιαστικός, ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ ἀλλήλων διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον εἶδος τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ κατασπέρχω), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, σπεύδω, Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13).

French (Bailly abrégé)

hâter vivement, presser, acc..
Étymologie: κατά, σπεύδω.

Greek Monolingual

κατασπεύδω (Α)
1. επισπεύδω, επιταχύνω
2. ταράζω, φοβίζω
3. σπεύδω
4. παθ. κατασπεύδομαι
(για λόγο) είμαι ταχύς, ορμητικός.