κατερητύω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[hold]] [[back]], [[restrain]].
|auten=[[hold]] [[back]], [[restrain]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατερητύω]] (Α)<br />[[κρατώ]], [[κατακρατώ]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρητύω]] «[[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερητύω Medium diacritics: κατερητύω Low diacritics: κατερητύω Capitals: ΚΑΤΕΡΗΤΥΩ
Transliteration A: katerētýō Transliteration B: katerētyō Transliteration C: katerityo Beta Code: katerhtu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—

   A hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ . . κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.

German (Pape)

[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.

Greek (Liddell-Scott)

κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ˙- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31˙ φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545˙ κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416˙ κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.

English (Autenrieth)

hold back, restrain.

Greek Monolingual

κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].