κερκώπη: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de cigale, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρκος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[τέττιξ]], [[μέμβραξ]], [[ἀκανθίας]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />sorte de cigale, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρκος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[τέττιξ]], [[μέμβραξ]], [[ἀκανθίας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερκώπη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] τζιτζικιού με [[μακριά]] [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρκωψ]]. Το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σχήματος του κεντριού του]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, long-tailed
A cicada, Ar.Fr.51, Epil.4, Alex.92.2, Speus. ap.Ath.4.133b; acc. κερκώπαν Ael.NA10.44.
German (Pape)
[Seite 1424] ἡ, eine Cicadenart (von κέρκος, ihrem Legestachel); Ar. bei Ath. IV, 133 b; vgl. Schol. Ar. Av. 1095 u. Ael. H. A. 10, 44.
Greek (Liddell-Scott)
κερκώπη: ἡ, εἶδος τέττιγος μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Ἐπίλυκος ἐν «Κωραλίσκῳ» 1, κτλ. (μνημονευόμενον παρ’ Ἀθην. 133Β)· αἰτ. κερκώπαν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de cigale, insecte.
Étymologie: κέρκος.
Par. τέττιξ, μέμβραξ, ἀκανθίας.
Greek Monolingual
κερκώπη, ἡ (Α)
είδος τζιτζικιού με μακριά ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκωψ. Το έντομο ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος του κεντριού του].