κινητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητήριος Medium diacritics: κινητήριος Low diacritics: κινητήριος Capitals: ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kinētḗrios Transliteration B: kinētērios Transliteration C: kinitirios Beta Code: kinhth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.

German (Pape)

[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui met en mouvement, qui agite.
Étymologie: κινέω.

Greek Monolingual

-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α κινητήριος, -ία, -ον) κινητήρ
ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι
νεοελλ.
φρ. «κινητήρια δύναμη»
α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί να πετύχει κάποιος κάτι («κινητήρια δύναμη σήμερα είναι το χρήμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κινητήριον
1. η κουτάλα, το κίνητρο
2. οίκος ανοχής, πορνείο.