κλωβός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cage d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]], [[κλοιός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cage d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]], [[κλοιός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλωβός]])<br />[[κλουβί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[κλουβί]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τύπος]] περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>(ηλεκτρολ.)</b> «[[κλωβός]] του Φάραντεϋ» — μεταλλικό [[περίβλημα]] κατασκευασμένο από μεταλλικό [[έλασμα]] ή από πυκνό μεταλλικό [[πλέγμα]] με το οποίο επιδιώκεται η [[προστασία]] ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων<br />β) <b>ναυτ.</b> «[[κλωβός]] [[έλικας]]» — ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου<br />γ) «[[κλωβός]] φάρου» — το ανώτατο [[τμήμα]] φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> συρ. <i>k</i><i>ә</i><i>lub</i> «[[κλουβί]] πουλιών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωβίον]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωβός Medium diacritics: κλωβός Low diacritics: κλωβός Capitals: ΚΛΩΒΟΣ
Transliteration A: klōbós Transliteration B: klōbos Transliteration C: klovos Beta Code: klwbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bird-cage, AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf.κλουβός, κλουβίον, and Hebr. kèlûbh.)

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt κλοιός?

Greek (Liddell-Scott)

κλωβός: ὁ, κλωβίον πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cage d’oiseau.
Étymologie: cf. κλείω, κλοιός.

Greek Monolingual

ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός του Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον.