κοκκινίζω: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_6) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοκκινίζω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272. | |lstext='''κοκκινίζω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κοκκινίζω]]) [[κόκκινος]]<br />[[παίρνω]] ερυθρό [[χρώμα]], [[γίνομαι]] [[κόκκινος]] (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη [[παραμονή]] του στον ήλιο» β. «[[είναι]] τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[μαγειρική]]) [[φρύγω]], [[τσιγαρίζω]], [[καβουρδίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] κόκκινο [[χρώμα]], [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοκκινίζομαι</i><br />βάφομαι με [[κοκκινάδι]], ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be scarlet, Sch.Opp.H.3.25, 5.271.
German (Pape)
[Seite 1471] scharlachroth sein, Schol. Opp. Hal. 3, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκινίζω: εἶμαι ἢ γίνομαι κόκκινος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272.
Greek Monolingual
(AM κοκκινίζω) κόκκινος
παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)
νεοελλ.
(στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι κόκκινο χρώμα, κάνω κάτι κόκκινο
2. μέσ. κοκκινίζομαι
βάφομαι με κοκκινάδι, ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι.