κουβέντα: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία
2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική»)
3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» — ξεκάθαρα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δεν έχουμε πολλές κουβέντες» — οι σχέσεις μας είναι τυπικές, δεν έχουμε στενές σχέσεις
γ) «στρωτή κουβέντα» — ομαλή συζήτηση, χωρίς διακοπές ή καθαρός, σαφής, ισορροπημένος λόγος
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].