κοτινηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui produit des oliviers sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[κότινος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui produit des oliviers sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[κότινος]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοτινηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[στεφάνι]] από κότινο, από [[αγριελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Το -<i>η</i>- [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] και εμφανίζεται [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θανατ</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>στεφαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2. II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.
Greek Monolingual
κοτινηφόρος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές
2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + -φόρος (< φόρος < φέρω). Το -η- είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί του αναμενόμενου -ο- πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θανατ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος)].