κροιός: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(7) |
(22) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kroio/s | |Beta Code=kroio/s | ||
|Definition=<b class="b3">νοσώδης, ἀσθενής</b>, Hsch.; <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[κολοβός]], Theognost.<span class="title">Can.</span>21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν <span class="title">IG</span>22.244.63 (iv B. C.); <b class="b3">ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ</b>. 1923.39. (Cf. Lith. <b class="b2">kreĩvas</b> 'crooked'.)</span> | |Definition=<b class="b3">νοσώδης, ἀσθενής</b>, Hsch.; <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[κολοβός]], Theognost.<span class="title">Can.</span>21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν <span class="title">IG</span>22.244.63 (iv B. C.); <b class="b3">ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ</b>. 1923.39. (Cf. Lith. <b class="b2">kreĩvas</b> 'crooked'.)</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροιός]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[κολοβός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νοσώδης]], [[ἀσθενής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>kreivas</i>, <i>kraivas</i> «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κριός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με τον τ. [[κεραΐζω]] «[[φονεύω]]» ή, κατ' άλλους, με τη λ. [[κρούω]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
νοσώδης, ἀσθενής, Hsch.;
A = κολοβός, Theognost.Can.21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν IG22.244.63 (iv B. C.); ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ. 1923.39. (Cf. Lith. kreĩvas 'crooked'.)
Greek Monolingual
κροιός (AM)
μσν.
κολοβός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ' άλλους, με τη λ. κρούω, οπότε θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].