κύμινδις: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[night]]-[[hawk]], called in the [[older]] [[language]] [[χαλκίς]], Il. 14.291.
|auten=[[night]]-[[hawk]], called in the [[older]] [[language]] [[χαλκίς]], Il. 14.291.
}}
{{grml
|mltxt=-ιδος και -<i>εως</i>, ο και η (Α [[κύμινδις]], -ιδος)<br />[[γένος]] αρπακτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[ιερακίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαρκοφάγα σκαθάρια που ζουν σε άγονες περιοχές [[κάτω]] από πέτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύμινδις Medium diacritics: κύμινδις Low diacritics: κύμινδις Capitals: ΚΥΜΙΝΔΙΣ
Transliteration A: kýmindis Transliteration B: kymindis Transliteration C: kymindis Beta Code: ku/mindis

English (LSJ)

[ῠ], ὁ (or ἡ, v. Sch.Il.14.291), gen. -ιδος Pl.Cra.392a:— name of a bird, ἥν τ' ἐν ὄρεσσι χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Il.l.c., cf. Ar.Av.1181, Arist.HA615b6.

German (Pape)

[Seite 1530] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter χαλκίς, die Menschen κύμινδις nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. χαλκίς.

Greek (Liddell-Scott)

κύμινδις: ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― ὄνομα πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ μέλαν καὶ μέγεθος ὅσον ἱέραξφασσοφόνος καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ λεπτός». Δὲν εἶναι εἰσέτι γνωστὸν τί πτηνὸν εἶναι.

French (Bailly abrégé)

ιος ou -ιδος (ὁ) :
sorte de chouette, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt asianique (-νδ-).

English (Autenrieth)

night-hawk, called in the older language χαλκίς, Il. 14.291.

Greek Monolingual

-ιδος και -εως, ο και η (Α κύμινδις, -ιδος)
γένος αρπακτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια ιερακίδες
νεοελλ.
σαρκοφάγα σκαθάρια που ζουν σε άγονες περιοχές κάτω από πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως].