λαγάρα: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(22)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκοςκρασί λαγάρα»)
2. κάθε προϊόν διήθησης
3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα
4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας
β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. < λαγαρός (πρβλ. πικρός > πίκρα, λάβρος > λάβρα)].