λακωνισμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> attachement au parti de Lacédémone;<br /><b>2</b> imitation des manières <i>ou</i> du langage des Lacédémoniens.<br />'''Étymologie:''' [[λακωνίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> attachement au parti de Lacédémone;<br /><b>2</b> imitation des manières <i>ou</i> du langage des Lacédémoniens.<br />'''Étymologie:''' [[λακωνίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λακωνισμός]]) [[λακωνίζω]]<br />το να εκφράζεται [[κάποιος]] [[σύντομα]] και εύστοχα, η [[λακωνικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίμηση]] τών ηθών και του τρόπου ζωής τών Λακεδαιμονίων<br /><b>2.</b> [[συμπάθεια]], φιλική [[διάθεση]] [[προς]] τους Λακεδαιμονίους («τοὺς φάσκοντας ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, lakonische Sitte und Lebensweise, bes. kräftige Kürze im Ausdruck, die man an den Lacedämoniern rühmte, Sp. – Das Parteinehmen für die Lacedämonier, ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν, Xen. Hell. 4, 4, 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti de Lacédémone;
2 imitation des manières ou du langage des Lacédémoniens.
Étymologie: λακωνίζω.

Greek Monolingual

ο (Α λακωνισμός) λακωνίζω
το να εκφράζεται κάποιος σύντομα και εύστοχα, η λακωνικότητα
αρχ.
1. μίμηση τών ηθών και του τρόπου ζωής τών Λακεδαιμονίων
2. συμπάθεια, φιλική διάθεση προς τους Λακεδαιμονίους («τοὺς φάσκοντας ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν», Ξεν.).