λεύκιππος: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(SL_2)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λεύκιππος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[white]] horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν [[Persephone]] (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι [[σαφέως]]” i. e. of the [[noble]] ancestors of [[Jason]] (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage [[for]] λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
|sltr=[[λεύκιππος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[white]] horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν [[Persephone]] (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι [[σαφέως]]” i. e. of the [[noble]] ancestors of [[Jason]] (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage [[for]] λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεύκιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει λευκούς ίππους ή αυτός που μεταφέρεται από [[άμαξα]] η οποία σύρεται από λευκούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεύκιπποι ἀγυιαί» — δρόμοι γεμάτοι λευκούς ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] [[αντί]] <i>λεύχιππος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μελάν</i>-<i>ιππος</i>).
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκιππος Medium diacritics: λεύκιππος Low diacritics: λεύκιππος Capitals: ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ
Transliteration A: leúkippos Transliteration B: leukippos Transliteration C: leykippos Beta Code: leu/kippos

English (LSJ)

ον,

   A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95; λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24.    2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.

German (Pape)

[Seite 33] (für λεύχιππος), mit weißen Rossen, Pind. Ol. 6, 95 u. öfter; auch ἀγυιαί, wo Wettrennen gehalten werden, P. 9, 86; Soph. El. 696; bes. von den Dioskuren, Ibyc. frg. 27; Eur. Hel. 640 u. sp. D., wie Theocr. 13, 11 von der Eos.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκιππος: -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ λευκόπωλος, ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, πλήρης λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;
2 rempli de chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, ἵππος.

English (Slater)

λεύκιππος, -ον
   1 with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.

Greek Monolingual

λεύκιππος, -ον (Α)
1. αυτός που ιππεύει λευκούς ίππους ή αυτός που μεταφέρεται από άμαξα η οποία σύρεται από λευκούς ίππους
2. φρ. «λεύκιπποι ἀγυιαί» — δρόμοι γεμάτοι λευκούς ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἵππος αντί λεύχιππος (πρβλ. μελάν-ιππος).