μαδίζω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_13a)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐπὶ τῶν τριχῶν, [[πίπτω]], «πέφτω», ὡς τὸ [[μαδάω]], Ἱππ. 667. 2 ([[ἔνθα]] ὁ Littré μαδήσῃ). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[μαδίζω]], μαδῶ, «ξεμαδίζω», τὸν πώγωνα παρὰ Salmas. εἰς Tertull. Pall. σ. 338.
|lstext='''μᾰδίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐπὶ τῶν τριχῶν, [[πίπτω]], «πέφτω», ὡς τὸ [[μαδάω]], Ἱππ. 667. 2 ([[ἔνθα]] ὁ Littré μαδήσῃ). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[μαδίζω]], μαδῶ, «ξεμαδίζω», τὸν πώγωνα παρὰ Salmas. εἰς Tertull. Pall. σ. 338.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[μαδίζω]])<br />[[μαδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαδώ]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μαδίζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, [[πολεμώ]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εκπολιορκώ]], [[κατανικώ]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ερίζω]], [[φιλονικώ]], [[καβγαδίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁμαδίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁμάδι</i> «[[μαζί]], ομαδικά» ή <span style="color: red;"><</span> [[ὅμαδος]] «βοή, [[θόρυβος]] μάχης»].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδίζω Medium diacritics: μαδίζω Low diacritics: μαδίζω Capitals: ΜΑΔΙΖΩ
Transliteration A: madízō Transliteration B: madizō Transliteration C: madizo Beta Code: madi/zw

English (LSJ)

   A f.l. for μαδάω, Hp.Mul.2.189.    II pluck or singe bare, Hippiatr.2 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδίζω: μέλλ. -ίσω, ἐπὶ τῶν τριχῶν, πίπτω, «πέφτω», ὡς τὸ μαδάω, Ἱππ. 667. 2 (ἔνθα ὁ Littré μαδήσῃ). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, μαδίζω, μαδῶ, «ξεμαδίζω», τὸν πώγωνα παρὰ Salmas. εἰς Tertull. Pall. σ. 338.

Greek Monolingual

(I)
(AM μαδίζω)
μαδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαδώ κατά τα ρ. σε -ίζω].———————— (II)
μαδίζω (Μ)
1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ
2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ
3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ
4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαδίζω < ὁμάδι «μαζί, ομαδικά» ή < ὅμαδος «βοή, θόρυβος μάχης»].