μάθος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_22) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάθος''': τό, ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[μάθησις]], Ἀλκαῖ. 102, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 645· ἀντίκειται πρὸς τὸ [[πάθος]], ὡς τὰ μαθήματα πρὸς τὰ παθήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 177. II. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. = [[ἔθος]], [[συνήθεια]], [[πλείων]] τοῦ μάθεος 592. 50 ([[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ [[γλώσσημα]]: τοῦ συνήθεος)· ἐπὴν πλέονα τοῦ μάθεος φάγῃ 612. 49· οὕτω, πλέονα τῆς μαθήσιος 593. 8· πρότερον τοῦ μεμαθηκότος 646. 40· πρβλ. [[μανθάνω]] II. | |lstext='''μάθος''': τό, ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[μάθησις]], Ἀλκαῖ. 102, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 645· ἀντίκειται πρὸς τὸ [[πάθος]], ὡς τὰ μαθήματα πρὸς τὰ παθήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 177. II. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. = [[ἔθος]], [[συνήθεια]], [[πλείων]] τοῦ μάθεος 592. 50 ([[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ [[γλώσσημα]]: τοῦ συνήθεος)· ἐπὴν πλέονα τοῦ μάθεος φάγῃ 612. 49· οὕτω, πλέονα τῆς μαθήσιος 593. 8· πρότερον τοῦ μεμαθηκότος 646. 40· πρβλ. [[μανθάνω]] II. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[μάθος]], -ους, Α ιων. γεν. -εος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[μάθηση]], η [[γνώση]]<br /><b>2.</b> έξη, [[συνήθεια]] («ἐπὴν πλέονα τοῡ μάθεος φάγῃ», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, poet. and Ion. for μάθησις, Alc.104, Ar.Fr.814; opp. πάθος, as μαθήματα to παθήματα, A.Ag.177 (lyr.). II custom, πλέων τοῦ μάθεος Hp.Mul.1.6,61.
German (Pape)
[Seite 81] τό, ion. u. ep. = μάθησις, ἡ, Klugheit, τῷ πάθει μάθος θέντα, Aesch. Ag. 170, der uns lernen läßt in Leid; Hdn. π. μ. λ. 36 aus Alcae.
Greek (Liddell-Scott)
μάθος: τό, ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ μάθησις, Ἀλκαῖ. 102, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 645· ἀντίκειται πρὸς τὸ πάθος, ὡς τὰ μαθήματα πρὸς τὰ παθήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 177. II. ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. = ἔθος, συνήθεια, πλείων τοῦ μάθεος 592. 50 (ἔνθα ὑπάρχει καὶ γλώσσημα: τοῦ συνήθεος)· ἐπὴν πλέονα τοῦ μάθεος φάγῃ 612. 49· οὕτω, πλέονα τῆς μαθήσιος 593. 8· πρότερον τοῦ μεμαθηκότος 646. 40· πρβλ. μανθάνω II.
Greek Monolingual
το (AM μάθος, -ους, Α ιων. γεν. -εος) μαθαίνω
1. η μάθηση, η γνώση
2. έξη, συνήθεια («ἐπὴν πλέονα τοῡ μάθεος φάγῃ», Ιπποκρ.).