μελεδών: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(Autenrieth)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῶνος ([[μέλω]]) = [[μελέδημα]], Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).
|auten=ῶνος ([[μέλω]]) = [[μελέδημα]], Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).
}}
{{grml
|mltxt=[[μελεδών]] και [[μεληδών]], -ῶνος και [[μελεδώνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]] («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μελεδῶνες</i> και <i>μελεδῶναι</i><br />λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>η</i>)<i>δών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. [[επίθημα]] -<i>do</i>, -<i>donis</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγ</i>-<i>ηδών</i>, <i>σηπ</i>-<i>εδών</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδών Medium diacritics: μελεδών Low diacritics: μελεδών Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝ
Transliteration A: meledṓn Transliteration B: meledōn Transliteration C: meledon Beta Code: meledw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ,

   A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20.    II in pl., = μελεδώνη 1 (q. v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).

German (Pape)

[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Autenrieth)

ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).

Greek Monolingual

μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγ-ηδών, σηπ-εδών].