μεταθέω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]]. | |btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταθέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[πίσω]] από κάποιον, [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξετάζω]], [[εξιχνιάζω]] («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιέρχομαι]], [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]]<br /><b>4.</b> [[τρέχω]] εδώ και [[εκεί]]<br /><b>5.</b> (για μέλισσες) [[περιίπταμαι]], [[πετώ]] [[πάνω]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A run after, X.Cyn.6.22; pursue, τινα Jul. Or.5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.Plt.301e, cf. Sph.226b; αἰτίαν Iamb.Protr.4. II hunt or range over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.9: abs., hunt about, range, ib.6.25,al. 2 run hither and thither, ἑκασταχόσε Plu.Pyrrh.16, cf. App.Mith.74, al.; ἀνιχνευούσας μεταθεῖν, of bees, Arist.HA624a28.
German (Pape)
[Seite 146] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥςπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, ἴχνος, Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεταθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω κατόπιν τινός, διώκω, «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. διατρέχω, περιτρέχω, τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., περιτρέχω, περιέρχομαι, αὐτόθι 6, 25.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, θέω.
Greek Monolingual
μεταθέω (Α)
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ
2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.)
3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω
4. τρέχω εδώ και εκεί
5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θέω «τρέχω»].