μηδέτερος: Difference between revisions
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />aucun des deux.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ἕτερος]]. | |btext=α, ον :<br />aucun des deux.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ἕτερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ον (Α [[μηδέτερος]], δωρ. τ. [[μηδάτερος]], -έρα, -ον)<br />(αόρ. αντων.) [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]], [[κανείς]] από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μηδετέρως]] (Α)<br />[[ούτε]] με τον έναν [[ούτε]] με τον [[άλλο]] τρόπο, [[ούτε]] [[έτσι]] [[ούτε]] [[αλλιώς]] («ούδ' ἂν [[μηδετέρως]] ἔχοντες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἕτερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουδ</i>-[[έτερος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
or μηδ' ἕτερος, α, ον, Dor. μηδάτερος (q.v.),
A neither of the two, Th.4.118, Pl.R.470a, etc.; also divisim, οἱ μηδὲ μεθ' ἑτέρων Th.2.67, cf. 72; μηδὲ καθ' ἕτερα Id.7.59. Adv. μηδετέρως in neither way, Arist.Po.1460b35; μ. ἔχοντες being indifferent (neither friends nor foes), ib.1453b19.
German (Pape)
[Seite 170] keiner von beiden; Plat. Euthyd. 286 a; ἐὰν μηδέτερον ἰδεῖν δυνώμεθα, Soph. 250 e; auch oft im plur., τὸ μηδέτερα ὄν, Rep. IX, 583 e. – Μηδὲ ἕτερος ist nachdrücklicher, auch nicht Einer von beiden, Thuc. 2, 67. 72. Vgl. μηδέ.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέτερος: ἢ μηδ’ ἕτερος, -α, -ον, μήτε ὁ εἷς, μήτε ὁ ἄλλος, Θουκ. 2. 72., 4. 218, Πλάτ. Πολ. 470Β, κτλ.· ― ὡσαύτως διῃρημένως, οἱ μηδὲ μεθ’ ἑτέρων Θουκ. 2. 67, πρβλ. 5. 48., 6. 44, κτλ.· μηδὲ καθ’ ἕτερα 7. 59. Ἐπίρρ. μηδετέρως, κατὰ μηδέτερον τρόπον, μήτε κατὰ τὸν ἕνα τρόπον μήτε κατὰ τὸν ἄλλον, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 8. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 327.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
aucun des deux.
Étymologie: μηδέ, ἕτερος.
Greek Monolingual
-α, -ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, -έρα, -ον)
(αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.).
επίρρ...
μηδετέρως (Α)
ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε έτσι ούτε αλλιώς («ούδ' ἂν μηδετέρως ἔχοντες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ἕτερος (πρβλ. ουδ-έτερος)].