μόσσυν: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ou</i> [[μόσυν]], <i>gén.</i> υνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tour en bois;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> cabane, hutte en bois.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien probable. | |btext=<i>ou</i> [[μόσυν]], <i>gén.</i> υνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tour en bois;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> cabane, hutte en bois.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien probable. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μόσσυν]], -υνος και μοσσύν, -ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ)<br />[[ξύλινος]] [[πύργος]] ή [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δρύφακτο]], [[περίφραγμα]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[ναυπηγείο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πύργος]], έπαλξις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. [[κυρίως]] του νότιου Εύξεινου Πόντου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μοσσύν</i>-<i>οικοι</i>, ονομ. λαού που κατοικούσε στην [[περιοχή]] αυτή). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ῡνος, ὁ,
A wooden house or tower, ξύλινοι μ. Aen.Tact.33.3; ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων] ὁ ἐν τῷ μόσσυνι X.An.5.4.26; σὺν τοῖς μοσσύνοις (as if from μόσσυνος, nisi leg. τοῖν μοσσύνοιν) ibid.; [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις . . πύργοις... μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες D.H.1.26, cf. Str.12.3.18. 2 palisade, Lyc.433. 3 prob. slip for shipbuilding, Id.1432. [μόσσῡνας proved by the metre in A.R. 2.1017, Call.Aet.Oxy.2080.70, Lyc. ll.cc.: freq. written μόσυν in codd.]
German (Pape)
[Seite 209] od. μόσυν, υνος, ein hölzerner Thurm, ein hölzernes Haus. wonach die Μοσσύνοικοι (s. nom. propr.) benannt sind; Ap. Rh. 2, 379. 1019, δουρατέοις πύργοισιν ἐν οἰκία τεκτήναντες καλλιμα καὶ πύργους εὐπηγέας, οὓς καλέουσι μόσσυνας; Xen. An. 5, 4, 26; D. Hal. 1, 26; der plur. lautet auch μόσυνοι, Schol. Ap. Rh. 2, 379; u. so steht σὺν τοῖς μοσύνοις bei Xen. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
μόσσυν: -ῡνος, ὁ, οἰκία ἐκ ξύλων ἢ πύργος, ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων], ὁ ἐν τῷ μόσσυνι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 26· σὺν τοῖς μοσσύνοις, ὡς ἐξ ὀνόμ. μόσσυνος, (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Schneid τοῖν μοσσύνοιν), αὐτόθι· [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις... σταυρώμασι μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες Διον. Ἁλ. 1. 26, πρβλ. Στράβ. 549. Οὗτοι οἱ Μοσσύνοικοι κατὰ πρῶτον μνημονεύονται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 3, 94., 7, 78, ὡς ἔθνος Ἀσιατικὸν κατοικοῦν παρὰ τὸν Εὔξεινον Πόντον πλησίον τῶν Κόλχων καὶ Τιβαρηνῶν, 3. 94., 7. 78. Λέγεται δὲ ὅτι ἐν τῇ χώρᾳ αὐτῶν παρήγετο φυσικὸς ὀρείχαλκος, Ἀριστ. π. Θαυμ. 62. [ῡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1016, 1018, ὅθεν φαίνεται ὡσαύτως ὅτι μόσσυν καὶ οὐχὶ μόσυν, εἶναι ὁ ἀληθὴς τύπος].
French (Bailly abrégé)
ou μόσυν, gén. υνος (ὁ) :
1 tour en bois;
2 p. ext. cabane, hutte en bois.
Étymologie: DELG emprunt iranien probable.
Greek Monolingual
μόσσυν, -υνος και μοσσύν, -ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ)
ξύλινος πύργος ή σπίτι
αρχ.
1. δρύφακτο, περίφραγμα
2. πιθ. ναυπηγείο
3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως του νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν-οικοι, ονομ. λαού που κατοικούσε στην περιοχή αυτή). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική].